Η Μιδέα υπήρξε η τρίτη σε σημασία οχυρωμένη μυκηναϊκή Ακρόπολη της Αργολίδας, μετά τις Μυκήνες και την Τίρυνθα, καθώς βρίσκεται στην ανατολική πλευρά της πλούσιας αργολικής πεδιάδας σε μια θέση από όπου μπορούσε να ελέγχει τους δρόμους προς την Επίδαυρο μέσω του Αραχναίου Όρους. Η Τίρυνθα αντλούσε τη δύναμή της από τη θάλασσα και οι Μυκήνες ήταν το αδιαμφισβήτητο κέντρο της περιοχής. Η Μιδέα, όμως, κατείχε στρατηγική θέση με απεριόριστη θέα προς όλες τις κατευθύνσεις, οχυρωμένη σε ένα λόφο 270 μ. ύψους και απλωμένη σε έκταση 24 στρεμμάτων.
Όπως δείχνουν τα ευρήματα, η Μιδέα κατοικήθηκε από τη Νεολιθική ως και τη Βυζαντινή εποχή, ενώ κατά τη Μεσοελλαδική περίοδο ήταν ήδη ένας αξιόλογος οικισμός, που ενισχύθηκε ιδιαίτερα στην Υστεροελλαδική και στη Μυκηναϊκή Εποχή. Η ακμή της τοποθετείται στον 13ο αι. π.Χ., οπότε και χτίστηκε το κυκλώπειο τείχος που την προστάτευε. Το τείχος αποδίδεται σύμφωνα με την παράδοση στον Περσέα, ο οποίος τείχισε και τις Μυκήνες, ενώ την ίδια εποχή κατασκευάστηκαν και τα καλύτερα διατηρημένα οικοδομήματα που αποκάλυψαν οι ανασκαφές στο εσωτερικό της πόλης.
Μέσα στην ακρόπολη ήταν συγκεντρωμένη όλη η εξουσία, αφού αποτελούσε έδρα της κεντρικής διοίκησης, περιελάμβανε την κατοικία του μονάρχη, τα εξαρτημένα από το ανάκτορό του κτίρια (αποθήκες, εργαστήρια, κ.λπ.), τις κατοικίες των ακολούθων, των αξιωματούχων και των τεχνιτών, τα ιερά και άλλα οικοδομήματα. Η δόμησή της ήταν ιδιαίτερα πυκνή, εσωτερικά η ακρόπολη χωριζόταν σε άνω και κάτω ακρόπολη και πολλά οικοδομήματα διέθεταν τοιχογραφίες.
Οι πρόσφατες ανασκαφές αποκάλυψαν την κυκλώπεια αναβάθρα στην Ανατολική Πύλη, αποχετευτικό σύστημα και κρυφή σήραγγα κάτω από τα τείχη της ακρόπολης, η κατασκευή της οποίας θυμίζει σε μεγάλο βαθμό τις δύο μνημειώδεις σήραγγες στην Κάτω Ακρόπολη της Τίρυνθας. Έτσι, όπως και στην Τίρυνθα, αποκαλύφθηκε ο τρόπος ύδρευσης της ακρόπολης της Μιδέας, αφού η σήραγγα οδηγούσε σε πηγή νερού. Το δάπεδο, μάλιστα, της σήραγγας είναι έντονα κατηφορικό και σκαμμένο στο φυσικό βράχο, γεγονός που οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η πηγή υδροδότησης ήταν υπόγεια.
Άλλα ευρήματα μαρτυρούν την έντονη εμπορική δραστηριότητα των κατοίκων της, τόσο έντονη μάλιστα που τους έφερνε σε σχέση ακόμα και με την Κρήτη και τους Μινωίτες, όπως αποδεικνύεται από τους πολλούς αποθηκευτικούς αμφορείς μεταφοράς κρασιού και λαδιού που βρέθηκαν στη Μιδέα και προέρχονται από την Κρήτη. Το χρησιμότερο, όμως, εύρημα είναι ένα πήλινο τριεδρικό σφράγισμα που φέρει επιγραφή σε γραμμική Β΄ με τη λέξη «Μέγαρον» και εκτιμάται ότι χρησιμοποιήθηκε ως σφραγίδα ή ως ετικέτα προϊόντος στο εμπόριο του οποίου επιδίδονταν οι ηγεμόνες της περιοχής. Από την άλλη, τα ακατέργαστα κομμάτια από ημιπολύτιμους λίθους, τα θραύσματα από φίλντισι και ώχρα, καθώς και τα λίθινα και οστέινα εργαλεία που έχουν αποκαλυφθεί σε οικοδομήματα της πόλης αναδεικνύουν την ύπαρξη οργανωμένων εργαστηρίων, ενώ το βασιλικό νεκροταφείο των Δενδρών αποτελεί πηγή άντλησης πολλών στοιχείων για τη ζωή στην πόλη. Ιδιαίτερης αξίας εύρημα η Πανοπλία των Δενδρών, που ανακαλύφθηκε το 1960 σε θαλαμοειδή τάφο του νεκροταφείου. Αποτελείται από κράμα χαλκού - κασσίτερου και η προσεγμένη κατασκευή της μαρτυρά πολύ καλή γνώση των ιδιοτήτων των μετάλλων από τον συγκεκριμένο τεχνίτη.
Ο 13ος αι. π.Χ. δεν ήταν μόνο ο αιώνας ακμής της Μιδέας. Ήταν και ο αιώνας στον οποίο η πόλη καταστράφηκε από ισχυρό σεισμό, που επέφερε εκτεταμένες καταστροφές στην οχύρωση και τα κτίριά της, αλλά και από πυρκαγιά που ακολούθησε. Σε αντίθεση προς τις δύο άλλες ακροπόλεις της Τίρυνθας και των Μυκηνών, που επίσης επλήγησαν από το σεισμό, στη Μιδέα δεν έγινε καμία νέα μεγάλη εγκατάσταση. Η δυτική της πύλη παρέμεινε θαμμένη όπως ακριβώς κατέρρευσε από το σεισμό, η πόλη εγκαταλείφθηκε και δεν ξανακατοικήθηκε μέχρι την Αρχαϊκή Εποχή, αρκετούς δηλαδή αιώνες αργότερα.
Στην Υστερορωμαϊκή και στη Βυζαντινή Εποχή ο χώρος χρησιμοποιήθηκε απλά ως οχυρό, ενώ σήμερα οι αρχαιολόγοι προσπαθούν να της ξαναδώσουν τη χαμένη στην ιστορία θέση που της αξίζει ως το τρίτο μυκηναϊκό κέντρο της αργολικής πεδιάδας και ως γη που γέννησε και ανέθρεψε το μυθικό ήρωα Ηρακλή.
Όπως δείχνουν τα ευρήματα, η Μιδέα κατοικήθηκε από τη Νεολιθική ως και τη Βυζαντινή εποχή, ενώ κατά τη Μεσοελλαδική περίοδο ήταν ήδη ένας αξιόλογος οικισμός, που ενισχύθηκε ιδιαίτερα στην Υστεροελλαδική και στη Μυκηναϊκή Εποχή. Η ακμή της τοποθετείται στον 13ο αι. π.Χ., οπότε και χτίστηκε το κυκλώπειο τείχος που την προστάτευε. Το τείχος αποδίδεται σύμφωνα με την παράδοση στον Περσέα, ο οποίος τείχισε και τις Μυκήνες, ενώ την ίδια εποχή κατασκευάστηκαν και τα καλύτερα διατηρημένα οικοδομήματα που αποκάλυψαν οι ανασκαφές στο εσωτερικό της πόλης.
Μέσα στην ακρόπολη ήταν συγκεντρωμένη όλη η εξουσία, αφού αποτελούσε έδρα της κεντρικής διοίκησης, περιελάμβανε την κατοικία του μονάρχη, τα εξαρτημένα από το ανάκτορό του κτίρια (αποθήκες, εργαστήρια, κ.λπ.), τις κατοικίες των ακολούθων, των αξιωματούχων και των τεχνιτών, τα ιερά και άλλα οικοδομήματα. Η δόμησή της ήταν ιδιαίτερα πυκνή, εσωτερικά η ακρόπολη χωριζόταν σε άνω και κάτω ακρόπολη και πολλά οικοδομήματα διέθεταν τοιχογραφίες.
Οι πρόσφατες ανασκαφές αποκάλυψαν την κυκλώπεια αναβάθρα στην Ανατολική Πύλη, αποχετευτικό σύστημα και κρυφή σήραγγα κάτω από τα τείχη της ακρόπολης, η κατασκευή της οποίας θυμίζει σε μεγάλο βαθμό τις δύο μνημειώδεις σήραγγες στην Κάτω Ακρόπολη της Τίρυνθας. Έτσι, όπως και στην Τίρυνθα, αποκαλύφθηκε ο τρόπος ύδρευσης της ακρόπολης της Μιδέας, αφού η σήραγγα οδηγούσε σε πηγή νερού. Το δάπεδο, μάλιστα, της σήραγγας είναι έντονα κατηφορικό και σκαμμένο στο φυσικό βράχο, γεγονός που οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η πηγή υδροδότησης ήταν υπόγεια.
Άλλα ευρήματα μαρτυρούν την έντονη εμπορική δραστηριότητα των κατοίκων της, τόσο έντονη μάλιστα που τους έφερνε σε σχέση ακόμα και με την Κρήτη και τους Μινωίτες, όπως αποδεικνύεται από τους πολλούς αποθηκευτικούς αμφορείς μεταφοράς κρασιού και λαδιού που βρέθηκαν στη Μιδέα και προέρχονται από την Κρήτη. Το χρησιμότερο, όμως, εύρημα είναι ένα πήλινο τριεδρικό σφράγισμα που φέρει επιγραφή σε γραμμική Β΄ με τη λέξη «Μέγαρον» και εκτιμάται ότι χρησιμοποιήθηκε ως σφραγίδα ή ως ετικέτα προϊόντος στο εμπόριο του οποίου επιδίδονταν οι ηγεμόνες της περιοχής. Από την άλλη, τα ακατέργαστα κομμάτια από ημιπολύτιμους λίθους, τα θραύσματα από φίλντισι και ώχρα, καθώς και τα λίθινα και οστέινα εργαλεία που έχουν αποκαλυφθεί σε οικοδομήματα της πόλης αναδεικνύουν την ύπαρξη οργανωμένων εργαστηρίων, ενώ το βασιλικό νεκροταφείο των Δενδρών αποτελεί πηγή άντλησης πολλών στοιχείων για τη ζωή στην πόλη. Ιδιαίτερης αξίας εύρημα η Πανοπλία των Δενδρών, που ανακαλύφθηκε το 1960 σε θαλαμοειδή τάφο του νεκροταφείου. Αποτελείται από κράμα χαλκού - κασσίτερου και η προσεγμένη κατασκευή της μαρτυρά πολύ καλή γνώση των ιδιοτήτων των μετάλλων από τον συγκεκριμένο τεχνίτη.
Ο 13ος αι. π.Χ. δεν ήταν μόνο ο αιώνας ακμής της Μιδέας. Ήταν και ο αιώνας στον οποίο η πόλη καταστράφηκε από ισχυρό σεισμό, που επέφερε εκτεταμένες καταστροφές στην οχύρωση και τα κτίριά της, αλλά και από πυρκαγιά που ακολούθησε. Σε αντίθεση προς τις δύο άλλες ακροπόλεις της Τίρυνθας και των Μυκηνών, που επίσης επλήγησαν από το σεισμό, στη Μιδέα δεν έγινε καμία νέα μεγάλη εγκατάσταση. Η δυτική της πύλη παρέμεινε θαμμένη όπως ακριβώς κατέρρευσε από το σεισμό, η πόλη εγκαταλείφθηκε και δεν ξανακατοικήθηκε μέχρι την Αρχαϊκή Εποχή, αρκετούς δηλαδή αιώνες αργότερα.
Στην Υστερορωμαϊκή και στη Βυζαντινή Εποχή ο χώρος χρησιμοποιήθηκε απλά ως οχυρό, ενώ σήμερα οι αρχαιολόγοι προσπαθούν να της ξαναδώσουν τη χαμένη στην ιστορία θέση που της αξίζει ως το τρίτο μυκηναϊκό κέντρο της αργολικής πεδιάδας και ως γη που γέννησε και ανέθρεψε το μυθικό ήρωα Ηρακλή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου